- καταγάλανος
- -η, -οο εντελώς γαλανός, αυτός που έχει έντονο γαλάζιο χρώμα («καταγάλανος ουρανός»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγάλανος — η, ο πολύ γαλανός: Έχει μάτια καταγάλανα. … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολογάλανος — η, ο καταγάλανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + γαλανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek